- δελφινιάς
- δελφινιάς, η (Α) [δελφίς]το φυτό δελφίνιον*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δελφινιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφίνιον — Ονομασία ναών κατά την αρχαιότητα. 1. Ναός της Αθήνας που ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του Δελφινίου Απόλλωνακαι της Δελφινίας Άρτεμης και χτίστηκε από τον Αιγέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό όταν κατασκευαζόταν. Οι εργάτες… … Dictionary of Greek